-
1 граблина
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граблина
-
2 захват
1. (воды, воздуха, пыли, газа и т п.) η κατακράτηση 2. (механизм, устройство) η λαβή, η αρπάγηвращающийся - полигр. περιστρεφόμενη -челюстной (погрузчика) - με δαγκάνα (του φορτωτή) Захватывание) το άρπαγμα, η αρπαγή4. (взятие силой) το πάρσιμο, η κατάληψη, η κυρίευση 5. с.-х. см. запал II 6. (рлк) о εγκλωβισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > захват
-
3 поддон
η λεκάνη, η υποδοχή, разг. η παλέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поддон
-
4 шкентель
мор. το συρματόσκοιν/οгрузовой - φορτίου, ο επάρτηςгрузовой одиночный - φορτίου, μονό- оттяжки ο πρόδρομος, η ολκόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шкентель
-
5 грузоподъёмник
-
6 погрузчик
-а α.φορτωτική μηχανή, φορτωτή ρας μηχανικός.
См. также в других словарях:
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
θαλασσοδάνειο — το 1. δάνειο με υψηλό τόκο που παρεχόταν σε πλοιοκτήτη ή φορτωτή, ενώ η επιστροφή του εξαρτούνταν από την αίσια έκβαση ναυτικής επιχείρησης 2. δάνειο με πολύ μεγάλο τόκο τού οποίου η απόδοση δεν είναι σίγουρη λόγω τού ότι ο οφειλέτης δεν είναι… … Dictionary of Greek
ναυτοδάνειο — το 1. δάνειο σε πλοιοκτήτη ή σε φορτωτή με την ευκαιρία ναυτικής επιχείρησης τού οποίου η επιστροφή εξαρτάται από την αίσια έκβαση που αυτή θα έχει 2. μτφ. δανεικά κι αγύριστα, θαλασσοδάνειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + δάνειο. Η λ. μαρτυρείται από το … Dictionary of Greek